ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καντηλανάφτης (ουσ. αρσ.) κανdηλανάφτης [kandilaˈnaftis] Αξ., Αραβ., Μισθ., Φάρασ. κανdηλανάφ'ς [kandilaˈnafs] Μαλακ. κανdηλονάφτης [kandiloˈnaftis] Φάρασ. κανdηλάφτης [kandiˈlaftis] Ανακ., Τσαρικ. κανdηλάφτσ̑ης [kandilaˈnaftʃis] Αραβαν., Γούρδ. κανdελάφτη [kandeˈlafti] Ουλαγ., Φλογ. κατ-τηλάφτης [kattiˈlaftis] Σεμέντρ. κανdηλάφτους [kandiˈlaftus] Μισθ. κανdζ̑ηλάφτος [kandʒiˈlaftos] Τελμ. Από το ουσ. καντήλ(ι), το θ. αναφ- του ρ. ανάφτω και το παραγωγ. επίθμ. -της. Ο τύπ. καντηλάφτης ήδη νεότ. (Λεξ. Σομ., λ. καντηλάφτης), το οπ. από μεσν. ουσ. κανδηλάπτης = καντηλανάφτης, με το θ. του απλού ρ. άφτω.
Kαντηλανάφτης ό.π.τ. : Ούλα ντα κανdήλια γήφτιξιν ντα κανdηλανάφτης (Όλα τα καντήλια τα άναβε ο καντηλανάφτης) Μισθ. -Κοτσαν. Ντο κανdελάφτη σκέισκε νεκκλησαγιού ούλ-λα το όγρατα (Ο καντηλανάφτης έκανε όλες τις δουλειές της εκκλησίας) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κάονdαι και τρων γκαι ντα παπάγια γκαι ντα κανdελέφτια γκαι ούλ-λα (Κάθονται και τρώνε και οι παπάδες και οι καντηλανάφτες και όλοι) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ.