καντηλανάφτης
(ουσ. αρσ.)
κανdηλανάφτης
[kandilaˈnaftis]
Αξ., Αραβ., Μισθ., Φάρασ.
κανdηλανάφ'ς
[kandilaˈnafs]
Μαλακ.
κανdηλονάφτης
[kandiloˈnaftis]
Φάρασ.
κανdηλάφτης
[kandiˈlaftis]
Ανακ., Τσαρικ.
κανdηλάφτσ̑ης
[kandilaˈnaftʃis]
Αραβαν., Γούρδ.
κανdελάφτη
[kandeˈlafti]
Ουλαγ., Φλογ.
κατ-τηλάφτης
[kattiˈlaftis]
Σεμέντρ.
κανdηλάφτους
[kandiˈlaftus]
Μισθ.
κανdζ̑ηλάφτος
[kandʒiˈlaftos]
Τελμ.
Από το ουσ. καντήλ(ι), το θ. αναφ- του ρ. ανάφτω και το παραγωγ. επίθμ. -της. Ο τύπ. καντηλάφτης ήδη νεότ. (Λεξ. Σομ., λ. καντηλάφτης), το οπ. από μεσν. ουσ. κανδηλάπτης = καντηλανάφτης, με το θ. του απλού ρ. άφτω.
Kαντηλανάφτης
ό.π.τ.
:
Ούλα ντα κανdήλια γήφτιξιν ντα κανdηλανάφτης
(Όλα τα καντήλια τα άναβε ο καντηλανάφτης)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντο κανdελάφτη σκέισκε νεκκλησαγιού ούλ-λα το όγρατα
(Ο καντηλανάφτης έκανε όλες τις δουλειές της εκκλησίας)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Κάονdαι και τρων γκαι ντα παπάγια γκαι ντα κανdελέφτια γκαι ούλ-λα
(Κάθονται και τρώνε και οι παπάδες και οι καντηλανάφτες και όλοι)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.