ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καντήλα (ουσ. θηλ.) κανdήλα [kanˈdila] Μαλακ., Σινασσ. κανdζήλα [kanˈdzila] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. καντήλα (< μεταγν. κανδήλα, κανδήλη < λατιν. candela).
Καντήλι, συνήθως μεγάλο ό.π.τ. : Να κλώσ' ν' ανάψει την κανdήλα, απεκεί να κλώσ' να ετοιμάσει τη λάμbα (Να τρέξει να ανάψει την καντήλα, και μετά να τρέξει να ετοιμάσει την λάμπα) Σινασσ. -Τακαδόπ. Αεικόνα μας κανdζήλα ζουρμόν'σαμ' να τσην ανάψουμι (Της εικόνας μας το καντήλι ξεχάσαμε να ανάψουμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. βλ. καντήλι, Συνών. τσιρέκι