κανταριά
(ουσ. θηλ.)
γανdαριά
[ɣandaˈrʝa]
Μισθ.
Από το ουσ. καντάρι και το παραγωγ. επίθμ. -έα > ιά.
Η ποσότητα ενός κανταριού
:
Ένα γανdαριά γέλλ'μα παίριξαμ' έναν ουντσιά φακούϊα
(Με μιά κανταριά γέννημα, στάρι, παίρναμε μισή οκά φακές)
Μισθ.
-Κοτσαν.