ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κανίζω (ρ.) κανίζω [kaˈnizo] Τσουχούρ., Φάρασ. κανίζου [kaˈnizu] Φάρασ. Αόρ. κάν'σα [ˈkansa] Φάρασ. κάντσα [ˈkantsa] Φάρασ. γκάντσα [ˈgantsa] Φάρασ. Παθ. κανίζομαι [kaˈnizome] Φάρασ. Αόρ. κανίστα [kaˈnista] Φάρασ. Πιθ. από το μεσν. ρ. κλάνω (< αρχ. κλάω = σπάζω) και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω (Dawkins 1916: 158, 609). Απίθανη η σύναψη με το ρ. κλονίζω που προτείνει ο Grégoire (1909: 154-155). Εναλλακτικά, από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kani = πριονιστήριο και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Ραγίζω, σπάω ό.π.τ. : Κάντσαν ντο πιθάρι, έγβααν ντο τζ̑ουφάλι (Έσπασαν το πιθάρι, έβγαλαν το κεφάλι) Φάρασ. -Dawk. Τζυλίσθαν τα 'βά, κανίσταν (Κύλισαν κάτω τα αβγά, έσπασαν) Φάρασ. -Lag. Να κανίσει το γαφά του να χαθεί (Θα σπάσει το κεφάλι του, θα σκοτωθεί) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. γιαριλντίζω, σκάζω
2. Σχίζω : Ατό το ξύο τζ̑ο κανίζεται (Αυτό το ξύλο δεν είναι δυνατόν να σκιστεί) Φάρασ. -Αναστασ. Πίεσα τον αγό, κάν’σα την τζ̑οιλίαν του, έβγη α χαρτίο (Έπιασα τον λαγό, έσκισα την κοιλιά του, βγήκε ένα γράμμα) Φάρασ. -Dawk. Κανίστη το ξύο, έμbη το κορίτζο ’πέσου (Σκίστηκε στα δύο το δέντρο, μπήκε το κορίτσι μέσα) Φάρασ. -Dawk. Συνών. γιαρντώ, σκίζω
3. Παραβιάζω
β. Ληστεύω, κλέβω