ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάμψιμο (ουσ. ουδ.) κάμψιμου [ˈkampsimu] Μισθ. Από το ρ. κάμνω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Γνέσιμο : Μαλλιού ντου κάμψιμου ζόρ' 'τουν (Του μαλλιού το γνέσιμο ήταν δύσκολο ) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. κλωθάρισμα
Τροποποιήθηκε: 15/01/2025