κάμψιμο
(ουσ. ουδ.)
κάμψιμου
[ˈkampsimu]
Μισθ.
Από το ρ. κάμνω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Γνέσιμο
:
Μαλλιού ντου κάμψιμου ζόρ' 'τουν
(Του μαλλιού το γνέσιμο ήταν δύσκολο )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
κλωθάρισμα