ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμτσί (ουσ. ουδ.) χαμσ̑ί [xamˈʃi] Μαλακ. γαμτσ̑ί [ɣamˈtʃi] Σίλ. γαμσί [ɣamˈsi] Τροχ. Αρσ. γαμτσ̑ής [ɣamˈtʃis] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kamçı = μαστίγιο.
Μαστίγιο, καμουτσίκι ό.π.τ. : Οπ’ γαμτσ̑ί καλά γαμτσ̑ιλάγισασ̑ιν ντα τα χαϊβάνια (Με το καμουτσίκι μαστίγωσαν για καλά τα ζώα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. κουρμπάτσι, καμτσίκι