καμτσί
(ουσ. ουδ.)
χαμσ̑ί
[xamˈʃi]
Μαλακ.
γαμτσ̑ί
[ɣamˈtʃi]
Σίλ.
γαμσί
[ɣamˈsi]
Τροχ.
Αρσ.
γαμτσ̑ής
[ɣamˈtʃis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kamçı = μαστίγιο.
Μαστίγιο, καμουτσίκι
ό.π.τ.
:
Οπ’ γαμτσ̑ί καλά γαμτσ̑ιλάγισασ̑ιν ντα τα χαϊβάνια
(Με το καμουτσίκι μαστίγωσαν για καλά τα ζώα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
κουρμπάτσι, καμτσίκι