ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμπραλού (επίθ.) κ͑αμbραλού [kʰambraˈlu] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. gübreli = λιπασμένος με κοπριά. Για τον τύπ. πβ. κεμρέ, όπου και τύπ. κ͑αμbράς και σημ. ‘τσίμπλα'.
Τσιμπλιάρης : Αυτό τ’ παιρί κ͑αμbραλού ’ναι (Αυτό το παιδί είναι τσιμπλιάρικο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6