καμπραλού
(επίθ.)
κ͑αμbραλού
[kʰambraˈlu]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. gübreli = λιπασμένος με κοπριά. Για τον τύπ. πβ. κεμρέ, όπου και τύπ. κ͑αμbράς και σημ. ‘τσίμπλα'.
Τσιμπλιάρης
:
Αυτό τ’ παιρί κ͑αμbραλού ’ναι
(Αυτό το παιδί είναι τσιμπλιάρικο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6