κάμωμα
(ουσ. ουδ.)
κάμωμα
[ˈkamoma]
Αραβ., Σινασσ.
Μεσν. ουσ. κάμωμα.
1. Πράξη, έργο
ό.π.τ.
:
Ετό το κάμωμα καλό ντέ 'ναι
(Αυτή η πράξη καλή δεν είναι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ετό τι κάμωμα έν';
(Τι δουλειά είναι αυτή;)
Σινασσ.
-Αρχέλ.