ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάμωμα (ουσ. ουδ.) κάμωμα [ˈkamoma] Αραβ., Σινασσ. Μεσν. ουσ. κάμωμα.
1. Πράξη, έργο ό.π.τ. : Ετό το κάμωμα καλό ντέ 'ναι (Αυτή η πράξη καλή δεν είναι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ετό τι κάμωμα έν'; (Τι δουλειά είναι αυτή;) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Κλώσιμο Σινασσ. Συνών. κάμνημα :2, κάμψιμο, κλωθάρισμα