ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλωθάρισμα (ουσ. ουδ.) κλωχάρισμα [kloˈxarizma] Γούρδ. κλουχάρισμα [kluˈxarizma] Μισθ. κλουβάρισμα [kluˈvarizma] Ουλαγ. Από το ρ. κλωθαρίζω, όπου και τύπ. κλωχαρίζω, κλουχαρίζω, κλουβαρίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Γνέσιμο Γούρδ., Μισθ. Συνών. κάμνημα, κάμψιμο, κλωθάρισμα :1, κλώσιμο
2. Ανακάτεμα Ουλαγ. Συνών. καρίστημα
Τροποποιήθηκε: 30/01/2025