κλωθάρισμα
(ουσ. ουδ.)
κλωχάρισμα
[kloˈxarizma]
Γούρδ.
κλουχάρισμα
[kluˈxarizma]
Μισθ.
κλουβάρισμα
[kluˈvarizma]
Ουλαγ.
Από το ρ. κλωθαρίζω, όπου και τύπ. κλωχαρίζω, κλουχαρίζω, κλουβαρίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.