κλωθάρι
(ουσ. ουδ.)
κλωχάρ’
[[kloˈxar]
Γούρδ.
Από το ρ. κλώθω και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.
Αδράχτι.
Τροποποιήθηκε: 10/09/2024