κλωστάρι
(ουσ. ουδ.)
κωστάρι
[koˈstari]
Φάρασ.
Από το ρ. κλώθω (θ. παθ. αορ. κλωστ-) και το παραγωγ. επίθμ. -άρι, με ομαλή αποβ. [l]. Για τον σχηματ. πβ. σύρω > συρτός > συρτάρι. Η λ. και Πόντ.
Eλικοειδής βλαστός, π.χ. φασολιάς, κολοκυθιάς, πεπονιάς.