κνιπία
(ουσ. θηλ.)
κνιπία
[kniˈpia]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. κνιπία (βλ. LBG).
Ακρίβεια
:
Σο Τοχσάνι έν' το μέγο η κνιπία
(Στα '90 ήταν η μεγαλύτερη ακρίβεια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.