ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κνιπία (ουσ. θηλ.) κνιπία [kniˈpia] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. κνιπία (βλ. LBG).
Ακρίβεια : Σο Τοχσάνι έν' το μέγο η κνιπία (Στα '90 ήταν η μεγαλύτερη ακρίβεια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.