κνιπίζω
(ρ.)
Αόρ.
κνίπ’σα
[ˈknipsa]
Φάρασ.
Από το επίθ. κνιπός και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Γίνομαι ακριβός, ακριβαίνω