ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοβλεμέζης (ουσ. αρσ.) κοβλεμέζης [kovleˈmezis] Αφσάρ., Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. göğleme = καπνός του οποίου τα πράσινα φύλλα έχουν αποξηρανθεί, πβ. και διαλεκτ. επίθ. gövle = πράσινος, άγουρος (THADS, λ. göğleme III gövle I).
1. Το πράσινο καπνόφυλλο ό.π.τ.
2. Το φρέσκο φασόλι ό.π.τ.