κοβλεμέζης
(ουσ. αρσ.)
κοβλεμέζης
[kovleˈmezis]
Αφσάρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. göğleme = αποξηραμένα πράσινα φύλλα καπνού, πβ. και διαλεκτ. επίθ. gövle = πράσινος, άγουρος (THADS, λ. göğleme III gövle I).
1. Πράσινο καπνόφυλλο
ό.π.τ.
2. Φρέσκο φασόλι
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 21/08/2025