κοβλεμέζης
(ουσ. αρσ.)
κοβλεμέζης
[kovleˈmezis]
Αφσάρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. göğleme = καπνός του οποίου τα πράσινα φύλλα έχουν αποξηρανθεί, πβ. και διαλεκτ. επίθ. gövle = πράσινος, άγουρος (THADS, λ. göğleme III gövle I).
1. Το πράσινο καπνόφυλλο
ό.π.τ.
2. Το φρέσκο φασόλι
ό.π.τ.