κοϊβερτώ
(ρ.)
Αόρ.
qοϊβέρσα
[qoiˈversa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. koyvermek = επιτρέπω σε κάποιον να φύγει, αφήνω κάποιον ελεύθερο.
Αφήνω κάποιον να φύγει, ελευθερώνω
Φλογ.
:
Το κορίσ̑' qοϊβέρσεν και καλά σοqουσ̑ντούρσεν ντο και 'φήκεν ντο γιάρι̂ τζ̑αμνι̂́
(Το κορίτσι τον άφησε να μπει (στο σφαχτήριο), τον έχωσε μέσα για τα καλά και (τελικά) τον άφησε μισοπεθαμένο)
Φλογ.
-Dawk.