ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοϊβερτώ (ρ.) Αόρ. qοϊβέρσα [qoiˈversa] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. koyvermek = επιτρέπω σε κάποιον να φύγει, αφήνω κάποιον ελεύθερο.
Αφήνω κάποιον να φύγει, ελευθερώνω Φλογ. : Το κορίσ̑' qοϊβέρσεν και καλά σοqουσ̑ντούρσεν ντο και 'φήκεν ντο γιάρι̂ τζ̑αμνι̂́ (Το κορίτσι τον άφησε να μπει (στο σφαχτήριο), τον έχωσε μέσα για τα καλά και (τελικά) τον άφησε μισοπεθαμένο) Φλογ. -Dawk.