κοβέτσι
(ουσ. ουδ.)
κοβέτσ'
[koˈvets]
Φλογ.
κοβέτσ̑'
[koˈvetʃ]
Αξ.
κουβέσ̑'
[kuˈveʃ]
Αραβαν.
βέτσ̑ι
[ˈvetʃi]
Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
βέτσ̑'
[vetʃ]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
βέσ̑’
[veʃ]
Αραβαν.
καλαβέτσι
[kalaˈvetsi]
Φάρασ.
Πληθ.
βέτσ̑α
[ˈvetʃa]
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ.
βέτσ̑ε
[ˈvetʃe]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kuvet = κοπριά (THADS, λ. kuvet). Λιγότερο πιθανή η ετυμολόγηση του Καραποτόσογλου (2003: 195) από το τουρκ. (< περσ.) gyuh ή kih = κοπριά.
1. Η ξεραμένη κοπριά κυρίως αιγοπροβάτων αλλά και καμήλας, ποντικού, λαγού που την χρησιμοποιούσαν ως καύσιμη ύλη
ό.π.τ.
:
Πονdζ̑ικού βέτσ̑α
(Aκαθαρσίες ποντικού, ποντικοκούραδα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Φέρ’ ντύο τρία μαλαχτά κι ένα κόσ̑κινο κοβέτσ̑α κι ας κάψουμε το τουνdούρ’
(Φέρε δυο τρία μαλαχτά κι ένα κόσκινο κοπριά προβάτου για ν' ανάψουμε το τουντούρι)
Αξ.
-Μαυροχ.
2. Ό,τι είναι στρογγυλού σχήματος
Σινασσ.