κοαρντίζω
(ρ.)
κοα̈ρντίζω
[koærˈdizo]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. gövermek = πρασινίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. göğermek, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Πρασινίζω
ό.π.τ.