ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοαρντίζω (ρ.) κοα̈ρντίζω [koærˈdizo] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. gövermek = πρασινίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. göğermek, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Πρασινίζω ό.π.τ.