κνήθω
(ρ.)
κνήθω
[ˈkniθo]
Φάρασ.
κνήθου
[ˈkniθu]
Φάρασ.
Παθ.
κνήθομαι
[ˈkniθome]
Φάρασ.
κνήθουμι
[ˈkniθumi]
Φάρασ.
κνιέμι
[ˈkɲemi]
Αφσάρ.
Αόρ.
κνήστα
[ˈknista]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. κνήθω = ξύνω.
Ξύνω και μεσοπαθ. ξύνομαι
ό.π.τ.
:
Κνήστη ψέματα
(Ξύστηκε στα ψέματα, προσποιητά)
Φάρασ.
-Dawk.
Κνήστην το 'μέτ'ρο, κνήστην τζαι του ρουσού ο νομάτ'ς
(Ξύστηκε ο δικός μας, ξύστηκε και ο άνθρωπος του βουνού)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Τα γαϊρίδε 'πενενdάβου τουν κνήθονται
(τα γαϊδούρια αναμεταξύ τους ξύνονται˙ σε ό,τι δεν μπορούμε να κάνουμε οι ίδιοι, μας βοηθούν άλλοι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τσ̑άπου τζ̑ο τρώ’ σε, μη κνήθεσαι σον άνεμο
(Εκεί που δεν σε τρώει, μην ξύνεσαι άδικα˙ μην ανακατεύεσαι σε ξένες δουλειές)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ξύνω, σιγιρντώ :1