ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κνήθω (ρ.) κνήθω [ˈkniθo] Φάρασ. κνήθου [ˈkniθu] Φάρασ. Παθ. κνήθομαι [ˈkniθome] Φάρασ. κνήθουμι [ˈkniθumi] Φάρασ. κνιέμι [ˈkɲemi] Αφσάρ. Αόρ. κνήστα [ˈknista] Φάρασ. Αρχ. ρ. κνήθω = ξύνω.
Ξύνω και μεσοπαθ. ξύνομαι ό.π.τ. : Κνήστη ψέματα (Ξύστηκε στα ψέματα, προσποιητά) Φάρασ. -Dawk. Κνήστην το 'μέτ'ρο, κνήστην τζαι του ρουσού ο νομάτ'ς (Ξύστηκε ο δικός μας, ξύστηκε και ο άνθρωπος του βουνού) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Τα γαϊρίδε 'πενενdάβου τουν κνήθονται (τα γαϊδούρια αναμεταξύ τους ξύνονται˙ σε ό,τι δεν μπορούμε να κάνουμε οι ίδιοι, μας βοηθούν άλλοι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τσ̑άπου τζ̑ο τρώ’ σε, μη κνήθεσαι σον άνεμο (Εκεί που δεν σε τρώει, μην ξύνεσαι άδικα˙ μην ανακατεύεσαι σε ξένες δουλειές) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ξύνω, σιγιρντώ :1