κλωστός
(επίθ.)
Πληθ. Ουδ.
κλωστά
[kloˈsta]
Μισθ.
Μεταγν. επίθ. κλωστός. Η λ. και Πόντ.
Κλωσμένος
Μισθ.
:
|| Ασμ.
Έχ’ τσ̑ι τα ζευγολότια τ’ ξανά κλωστά μετάξια
(Κι έχει τα λουριά της ζεύγλας μετάξια ξανακλωσμένα· από τα κάλαντα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.