ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλωθαρίζω (ρ.) κλωθαρίζω [kloθaˈrizo] Ανακ. κλωχαρίζω [kloxaˈrizo] Γούρδ. κλουχαρίζου [kluxaˈrizu] Μισθ. κλουγαρίζου [kluɣaˈrizu] Αραβαν. κλουβαρίζω [kluvaˈrizo] Ουλαγ. κλουφαρίζου [klufaˈrizu] Μισθ., Τσαρικ. κλωθαριάζω [kloθaˈʝazo] Δίλ. Από το ουσ. κλωθάρα, όπου και τύπ. κλωχάρα, κλουχάρα, κλουφάρα, κλουγάρα, και το παραγωγ. επίθ. -ίζω.
1. Αμτβ., γνέθω, περιστρέφω το αδράχτι Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ. : Ούλα ντα ναίτσις ξεύρισκαν να κλουχαρίζ’νι (Όλες οι γυναίκες ήξεραν να γνέθουν) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. κάμνω, καρμανίζω, κλώθω
2. Κλωθογυρίζω, περιφέρομαι Ανακ., Γούρδ., Μισθ. : Τ’ ορνίθ’ κλωθαρίζ’ (Η κότα πηγαίνει γύρω γύρω) Ανακ. Σκυλιά κλουχάριζαν τσ̑ι βλάισ̑καν (Τα σκυλιά περιφέρονταν και γάβγιζαν) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ατά κλουφαρίζ' 'ς τ' εμέαρ του τ͑όπους (Αυτός τριγυρίζει στα μέρη μας) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. καρμανίζω, κλωθογυρίζω, κλώθω
3. Μτβ., περιστρέφω κάτι Μισθ. : Αλέζουμ’ ντα στα χ̇ερεμύλια, κλωχαρίζουμ’ ντα, νί΄ιτι πλεγούρ’ (Αλέθουμε (ενν. το σιτάρι) στους χερόμυλους, το γυρίζουμε, γίνεται πλιγούρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τ’ αναχτάρια μαίσ̑καμ’ ντα 'ς του φσ̑αχού το στόμα, κλουχαρίζ’ ντα τρία φοράς (Τα κλειδιά τα βάζαμε στου παιδιού το στόμα, τα περιστρέφαμε τρεις φορές· ομοιοπαθητική μαγική πρακτική για νήπια που αργούν να μιλήσουν) Μισθ. -Κωστ.Μ.
4. Ανακατεύω κάτι Μισθ., Ουλαγ. Συνών. ανακατώνω, αναταράζω, αχταρντίζω :1, καριστιρντίζω, κλουφατουρντίζω
5. Περιφέρω κάποιον ή κάτι Μισθ., Τσαρικ. : Τυρπάτ' ένα κερπέτσ', χαχτάτ' του σου γουργούρι τ' τσι κλουφαρινέτ' ντου σου χωριό (Τρυπήστε μιά πλίνθο, κρεμάστε την στον λαιμό της, και περιφέρετέ την (για διαπόμπευση) στο χωριό) Τσαρικ. -Καραλ. || Φρ. Να κλουφαρίσουμ’ Χριστού ντου ’μέτ’ (Να περιφέρουμε του Χριστού το ιμάτιο˙ να κάνουμε τον Επιτάφιο, επειδή περιέφεραν μόνο ένα μεγάλο μαντήλι με την εικόνα του Χριστού επάνω του) Μισθ. -Κωστ.Μ.
β. Ειδικότ., ξεναγώ κάποιον Μισθ. : Πήριν μας πήασιν μας σου βασιλικό κήπο, πήασιν κλουφάρ’σιν μας (Μας πήρε (και) μας πήγε στο βασιλικό κήπο, μας πήγε (και) μας ξενάγησε ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
6. Μεταφέρω κάποιον ή κάτι Μισθ. : Κλουχάριζιν τα δου γαϊdούρ’ (Τα μετέφερε (ενν. τα τρόφιμα) το γαϊδούρι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
7. Επιστρέφω κάποιον, τον φέρνω πίσω Μισθ. : Πιάζ’ ντου, κλουφαρίζ΄ ντου ’γγόνι τ’ (Την πηγαίνει (και) την φέρνει πίσω το εγγόνι της) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γυρίζω