αναταράζω
(ρ.)
'νταράζω
[daˈrazo]
Φάρασ.
Παθ.
'νταράζουμαι
[daˈrazume]
Φάρασ.
Αόρ.
'νταράγα
[ˈdaraɣa]
Φάρασ.
Μτχ.
'νταραγμένος
[daraɣˈmenos]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. ἀναταράσσω = ανακατεύω, αναμειγνύω, με μεταπλ. κατά το μεσν. ταράζω. Ο τύπ. 'νταράζουμαι με εσφαλμένη απόδοση στο ρ. ἐνταράσσω μέσω του αορ. με διπλή αύξηση ἐνετάραξα. Για την σημασιολ. μεταβολή πβ. ανακατώνω.
Πβ.
συνταράζω
1. Ανακατεύω -ομαι
Φάρασ.
:
Σπαράγην ταρνά, τσ̑ούνκι θωρεί τι 'έμ' ο κόσμος φίδα̈, ’δρά τζ̑αι ψε'ίκα 'νταραγμένα
(Τρόμαξε αμέσως, γιατί βλέπει ότι ο κόσμος είναι γεμάτος φίδια, μεγάλα και μικρά ανακατωμένα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Απιδού 'σ' την άκρα, μειζ αρέ νε 'νταραζούμεστε, νε τίπως φτένουμε
(Από δω και πέρα, εμείς εδώ ούτε ανακατευόμαστε, ούτε κάνουμε τίποτα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Φρ.
'νταράγανε τα μαύρα μο τ' άσπρα σου
(Ανακατεύτηκαν τα μαύρα σου και τα άσπρα σου˙ για όποιον μπερδεύει τις δουλειές του και δεν μπορεί να τις ολοκληρώσει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αναβολιάζω :1, αναβολίζομαι, ανακατώνω, καριστιρντίζω, κλωθαρίζω
2. Μτφ., ανακατεύομαι, εμπλέκομαι σε μιά υπόθεση, δραστηριότητα κλπ.
Φάρασ.
:
Μο του τζ̑ο 'νταράζουμαι ’δού, σε σας ένι μέγο βοήθεμα
(Με το να μην ανακατεύομαι είναι μεγάλη βοήθεια σε σας)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Σοτίπως τζ̑αι τούς 'νταράγεις συ αδού σην κρυφία;
(Γιατί και πώς ανακατεύτηκες εσύ σε αυτή την μυστική δρασητριότητα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Παροιμ.
Είσ' ανdί κακώνα 'ρνίθι· χεργερντέ 'νταράζεσαι
(Είσαι σαν την σκατωμένη κότα· ανακατώνεσαι παντού˙ γι' αυτούς που ανακατεύονται σε ξένες υποθέσεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Toυ τζ̑ο μπορεί να ποίκει τ' όργο, μη τα 'νταράζεται
(Στην δουλειά που δεν μπορεί να κάνει ας μην ανακατεύεται˙ μόνο αυτός που έχει γνώση πρέπει να ασχολείται με το έργο ή το ζήτημα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μπουλαστίζω :3, σοκουλντίζω :2