ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανασήκωση (ουσ. θηλ.) ανασ̑ήκωσ' [anaˈʃikos] Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ. Από το ρ. ανασηκώνω και το παραγωγ. επίθμ. -ση.
1. Δωμάτιο με καγκελωτό παράθυρο που έβλεπε προς την αυλή και το οπ. λειτουργούσε κυρίως ως αποθηκευτικός χώρος Ανακ. Πβ. σεκού
2. Ο χώρος της κουζίνας Ποτάμ. Συνών. ασχανέ