ανασήκωση
(ουσ. θηλ.)
ανασ̑ήκωσ'
[anaˈʃikos]
Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ.
Από το ρ. ανασηκώνω και το παραγωγ. επίθμ. -ση.
1. Δωμάτιο με καγκελωτό παράθυρο που έβλεπε προς την αυλή και το οπ. λειτουργούσε κυρίως ως αποθηκευτικός χώρος
Ανακ.
Πβ.
σεκού