ασχανέ
(ουσ.)
ασ̑χανέ
[aʃxaˈne]
Αραβαν.
ασχανάς
[asxaˈnas]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. aşhane = α) κουζίνα β) διαλεκτ., μαγειρείο, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. aşhana.