ατάκι
(ουσ. ουδ.)
ατάκι
[aˈtaci]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. adak = υπόσχεση, ανάθημα, αφιερωμένο αντικείμενο.
Τάξιμο σε άγιο
Συνών.
πίταγμα :1, συνταγή