ατασλίκι
(ουσ. ουδ.)
ατασ̑λίχι
[aˈtaʃliçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. adaşlık = συνωνυμία.
Συνωνυμία
Πβ.
ατάς