ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αστράφτω (ρ.) αστράφτου [aˈstraftu] Μισθ., Σίλ. 'στράφτου [ˈstraftu] Σίλ. 'στράφτω [ˈstrafto] Σινασσ., Τελμ. γ' Εν. 'στράφτει [ˈstrafti] Φάρασ. 'στράφτ' [ˈstraft] Ανακ., Μαλακ. 'τράφτ' [ˈtraft] Μισθ. 'στράφτσ̑ει [ˈstraftʃi] Σίλ. στράφ’ [straf] Μισθ. στράβ' [strav] Μισθ. 'στράζ̑' [straʒ] Αξ. Αόρ. άστραψα [ˈastrapsa] Μισθ. Από το αρχ. ρ. ἀστράπτω. Ο τύπ. αστράφτω μεσν. Ο τύπ. 'στράφτω νεότ., με αποβ. του αρκτ. άτονου /a/. Για την απρόσ. σύνταξη με καιρικά φαινόμ. βλ. Αναστασιάδης (1976: 261).
1. Εκπέμπω φως ή ζωηρή λάμψη ό.π.τ. : || Φρ. Άστραψιν ντου προύσουπου τ' (Έλαμψε το πρόσωπό του˙ εκδήλωσε έντονη χαρά) Μισθ. -Κοτσαν. || Ασμ. Στάθην και ανηρώτησα από ποιο γένους ένι
Εκεί για που στράφτουν τα γυαλιά, λαμbρίζουν αι κασσίδες;
(Στάθηκα και ρώτησα από ποια γενιά κατάγεται
Από εκεί που αστράφτουν τα κρύσταλλα, που λάμπουν τα κράνη;)
Τελμ. -Lag.
Συνών. σαφτίζω
2. Κατά γ' εν., για το φυσικό φαινόμενο της αστραπής ό.π.τ. : 'στράφ’ και 'ροντίζ’ (Αστράφτει και βροντά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κουρλεντά και τράφτ' (Βροντά και αστράφτει) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Αδα̈́ 'στράφτει, πασχά ερντα̈́ βροντά (Εδώ αστράφτει, αλλού βροντά˙ α) για καταστάσεις ασυνεννοησίας β) όταν οι συνέπειες μιας ενέργειας επηρεάζουν άλλους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
3. Μτφ., χτυπώ δυνατά στο πρόσωπο Μισθ. : Να σι 'στράψου σου στόμα σ' απάν' (Θα σε χτυπήσω πάνω στο στόμα) Μισθ. -Κοτσαν.