αστέρας
(ουσ. αρσ.)
άστερα
[ˈastera]
Αξ.
αστέρος
[aˈsteros]
Ποτάμ.
Από το μεσν. ουσ. ἀστέρα, η το οπ. από το αρχ. ουσ. ἀστήρ.