ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αστέρας (ουσ. αρσ.) άστερα [ˈastera] Αξ. αστέρος [aˈsteros] Ποτάμ. Από το μεσν. ουσ. ἀστέρα, η το οπ. από το αρχ. ουσ. ἀστήρ.
Άστρο ό.π.τ. : Σηκώτε και βγήκε του όλιου ο αστέρος (Σηκωθείτε και βγήκε ο Αυγερινός) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ328 Συνών. άστρο, γιλντίζ
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024