ασταριάζω
(ρ.)
ασταριάζω
[astaˈrʝazo]
Σινασσ.
Από το ουσ. αστάρι και το παραγωγ. επίθμ. -άζω.
Φοδράρω
Τροποποιήθηκε: 25/04/2025