ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αστάρι (ουσ. ουδ.) αστάρι [aˈstari] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. αστάρ' [aˈstar] Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. 'στάρι [ˈstari] Φάρασ. Νεότ. ουσ. ἀστάρι (Μηνάς 2012: 217), το οπ. από το τουρκ. ουσ. astar = επένδυση (κάλυμμα), φόδρα (< περσ. āstar).
1. Φόδρα, εσώπανο, υπόραμμα ό.π.τ. : || Παροιμ. Αν το δώκεις πρόσωπο, κρεύ' και αστάρ' (Αν του δώσεις την μπροστινή μεριά, γυρεύει και την φόδρα˙ Για αυτούς που δεν ικανοποιούνται με τίποτα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Πβ. τερλίκα
2. Βασικό χρώμα, μίνιο Φάρασ.