ασμάς (II)
(ουσ. αρσ.)
ασμάς
[aˈsmas]
Σίλ., Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. asma = κρεμαστός, εκκρεμής, πβ. και τουρκ. φρ. asma kilit = λουκέτο (Redhouse).
2. Λουκέτο
Σίλ.
:
Σύρα μου σέλει ρυό χαλκά να σέκ’ ένα ασμά
(Η πόρτα μου θέλει δυό χαλκάδες για να της βάλω ένα λουκέτο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6