ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασμάς (II) (ουσ. αρσ.) ασμάς [aˈsmas] Σίλ., Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. asma = κρεμαστός, εκκρεμής, πβ. και τουρκ. φρ. asma kilit = λουκέτο (Redhouse).
1. Κρεμαστάρι Φάρασ. Συνών. κρεμαστάρι :1
2. Λουκέτο Σίλ. : Σύρα μου σέλει ρυό χαλκά να σέκ’ ένα ασμά (Η πόρτα μου θέλει δυό χαλκάδες για να της βάλω ένα λουκέτο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6