ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασλάν (ουσ. ουδ.) ασλάν [asˈlan] Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ. ασλάνος [asˈlanos] Τελμ., Φάρασ. ασλάνους [asˈlanus] Αφσάρ. ασλάνης [asˈlanis] Μισθ., Τελμ. Πληθ. ασλάνοι [asˈlani] Φάρασ. Νεότ. ουσ. ἀσλάνι (για την σημ. 1· Mackridge 2021: 70), το οπ. από το τουρκ. ουσ. aslan ή arslan= λιοντάρι.
1. Λιοντάρι ό.π.τ. : Ότις το σκότωσεν ετό το ασλάν, να ντώκω το κορίτσ̑ι μ' (Όποιος σκότωσε αυτό το λιοντάρι, να του δώσω το κορίτσι μου) Αξ. -Dawk. Και εdώκεν ντο σο ασλάν και σο καπλάν (Και το έδωσε στο λιοντάρι και στην τίγρη) Τελμ. -Dawk. ’ς αμ μπρώτο ζαμάνι αν ασλάν πααίνκε να ναύρει α κ͑ι̂ζμάτι (Μια φορά κι έναν καιρό ένα λιοντάρι πήγε να βρει την τύχη του) Φάρασ. -Dawk. Ένι ασλάν κιbί φσ̑άχι (Είναι παλληκάρι σαν λιοντάρι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ο ασλάνος ένι βυνατό τζαναβάρι, με τ’ αχίλι του ένι λειψό (Το λιοντάρι είναι δυνατό άγριο ζώο αλλά το μυαλό του είναι λειψό) Φάρασ. -Παπαδ. Ο ασλάνος χολι-έστην, σηκώθαν του γουργουρού του τα τσάρε (Το λιοντάρι θύμωσε, σηκώθηκαν οι τρίχες του λαιμού του) Φάρασ. -Παπαδ. || Παροιμ. Συ, ε απός, ασλάν' έργατα μπορείζ να ποίκ'; (Εσύ, ε αλεπού, μπορείς να κάνεις τις δουλειές του λιονταριού;˙ για ανθρώπους που υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Μτφ., παλληκάρι, ήρωας ή πολύ δυνατός Μισθ., Φάρασ. : Έν' ασλάνη νοματού έργο! (Αυτό είναι έργο λιονταρίσιου ανθρώπου!) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιγίτι :1, παλληκάρι, σαχίν