ασλάν
(ουσ. ουδ.)
ασλάν
[asˈlan]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
ασλάνος
[asˈlanos]
Τελμ., Φάρασ.
ασλάνους
[asˈlanus]
Αφσάρ.
ασλάνης
[asˈlanis]
Μισθ., Τελμ.
Πληθ.
ασλάνοι
[asˈlani]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ἀσλάνι (για την σημ. 1· Mackridge 2021: 70), το οπ. από το τουρκ. ουσ. aslan ή arslan= λιοντάρι.
1. Λιοντάρι
ό.π.τ.
:
Ότις το σκότωσεν ετό το ασλάν, να ντώκω το κορίτσ̑ι μ'
(Όποιος σκότωσε αυτό το λιοντάρι, να του δώσω το κορίτσι μου)
Αξ.
-Dawk.
Και εdώκεν ντο σο ασλάν και σο καπλάν
(Και το έδωσε στο λιοντάρι και στην τίγρη)
Τελμ.
-Dawk.
’ς αμ μπρώτο ζαμάνι αν ασλάν πααίνκε να ναύρει α κ͑ι̂ζμάτι
(Μια φορά κι έναν καιρό ένα λιοντάρι πήγε να βρει την τύχη του)
Φάρασ.
-Dawk.
Ένι ασλάν κιbί φσ̑άχι
(Είναι παλληκάρι σαν λιοντάρι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ο ασλάνος ένι βυνατό τζαναβάρι, με τ’ αχίλι του ένι λειψό
(Το λιοντάρι είναι δυνατό άγριο ζώο αλλά το μυαλό του είναι λειψό)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ο ασλάνος χολι-έστην, σηκώθαν του γουργουρού του τα τσάρε
(Το λιοντάρι θύμωσε, σηκώθηκαν οι τρίχες του λαιμού του)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Παροιμ.
Συ, ε απός, ασλάν' έργατα μπορείζ να ποίκ';
(Εσύ, ε αλεπού, μπορείς να κάνεις τις δουλειές του λιονταριού;˙ για ανθρώπους που υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Μτφ., παλληκάρι, ήρωας ή πολύ δυνατός
Μισθ., Φάρασ.
:
Έν' ασλάνη νοματού έργο!
(Αυτό είναι έργο λιονταρίσιου ανθρώπου!)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γιγίτι :1, παλληκάρι, σαχίν