ασουρέ
(ουσ. ουδ.)
ασουρέ
[asuˈre]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. aşure = είδος γλυκού από βρασμένο μείγμα οσπρίων με ξηρούς καρπούς και φρούτα.
Είδος κρέμας
Πβ.
καριστιρμάς, πιντίς