ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ασπροκέφαλος (ουσ. αρσ.) ασπροκέφαλος [asproˈcefalos] Αξ., Μαλακ. Από το επιθ. άσπρος, το ουσ. κεφάλι και το επίθμ. -ος. Η σημ. ίσως μετων. λόγω του άσπρου σαρικιού το οπ. φορούσαν οι Τούρκοι στο κεφάλι.
Συνθηματ., ο Τούρκος ό.π.τ. : Κόψε το σ̑έσ', έρεται ασπροκέφαλος (Κόψε την φωνή (δηλ. σταμάτα να μιλάς), έρχεται Τούρκος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. μουσουλμάνος, Τούρκος, κεφαλάς