Τούρκος
(ουσ. αρσ.)
Τούρκος
['turkos]
Ανακ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
Τούρκους
['turkus]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
Ντούρκος
['durkos]
Φάρασ.
Τήρκους
['tirkus]
Μαλακ.
Γεν. Εν.
Τουρκιού
[turˈcu]
Αξ., Μαλακ.
Τουρκού
[turˈku]
Φλογ.
Αιτ. Εν.
Τούρκονα
['turkona]
Αραβαν.
Πληθ.
Τούρτσ̑οι
['turtʃi]
Φάρασ.
Τούρτσ̑'
[turtʃ]
Μισθ.
Τούρκ'
['turk]
Αξ., Μαλακ., Φάρασ.
Τούρκια
['turca]
Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ.
Τούρκα
['turka]
Ανακ., Φερτάκ.
Τι̂́ρκ
['tɯrk]
Μαλακ.
Τούρκοιροι
['turciri]
Σίλ.
Αιτ. Πληθ.
Τουρκιούς
[turˈcus]
Αξ.
Θηλ.
Τούρκισσα
['turcisa]
Από το μεσν. ουσ. Τοῦρκος, το οπ. από το τουρκ. türk.
Τούρκος
ό.π.τ.
:
Σηκούνdαι και Τουρκού τα φσ̑άχα
(σηκώνονται και τα παιδιά των Τούρκων)
Φλογ.
-Dawk.
Έκοψεν Τουρκιού τα μάτια και έφ'χεν
(διέφυγε την προσοχή του Τούρκου κι έφυγε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σα σπίτια μας Τούρκα κάθονται
(στα σπίτια μας κάθονται Τούρκοι)
Ανακ.
-Cost.
Με τα Τούρκα μας σαν αδέλφια ήταμεστε
(με τους Τούρκους σαν αδέλφια ήμασταν)
Ανακ.
-Cost.
Και τα Τούρκα μας εκεί κοιμήθανε, σ’ εμάς ντάμα
(και οι Τούρκοι μας εκεί κοιμήθηκαν, σε εμάς κοντά)
Ανακ.
-Cost.
Τρέχανε να διώξουνε τις Τούρκις
(τρέχανε να διώξουν τους Τούρκους)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Κάπες φορένκανε μόνο οι Τούρκοι
(κάπες φορούσαν μόνο οι Τούρκοι)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Τούρκους σο χωριό δεν είχαμε
(Τούρκους στο χωριό δεν είχαμε)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τα Τούρκα μας κλάδευαν, δούλευαν σ’ αμbέλια
(οι Τούρκοι κλάδευαν για εμάς, δούλευαν στα αμπέλια)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τα Τούρκα χτίνισκαν κάμαρες
(οι Τούρκοι έχτιζαν κάμαρες)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ήρταν Τούρτσ̑', ξέαν γαρτσού μας
(Ήρθαν Τούρκοι, βγήκαν μπροστά μας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τουρτσ̑' ερόδαν παίριξάν ντου ντέκατο
(Οι Τούρκοι έρχονταν, έπαιρναν τον φόρο της δεκάτης)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ισείτ Τούρκα 'μεστε;
(Εσείς είστε Τούρκοι;)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
Έκλωσεν Τούρκος
(Γύρισε Τούρκος˙ αλλαξοπίστησε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τούρκου ψυή
(Τούρκου ψυχή˙ Σκληρός και άπονος άνθρωπος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τούρκου πέρ'σιμα
(Τούρκου περίσσευμα˙ Τσιγκούνικη, ανεπαρκής συνεισφορά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τουρκιού γέννημα
(Γέννημα Τούρκου˙ Ύβρις)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
|| Παροιμ.
Τούρκου γαdίνα!
(Τούρκου κυρά!˙ βρισιά σε Ελληνίδες)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Άφες με, Τούρκε, απ τα μαλλιά και πιάς μ' από το χέρι
ακούτε σείς, Χριστιανοί, που παραδίδει του Τούρκου το χέρι (Αφήστε με Τούρκοι από τα μαλλιά και πιάστε με από το χέρι
ακούστε και εσείς οι Χριστιανοί που παραδίδει του Τούρκου το χέρι) Φάρασ. -Lag. Ο Τούρκος πονηρός είν, και νύχτα πολεμά
χίλιους Tούρκους εσκότωσα για τον Χριστόν
κι άλλους πεντακοσίους δια την παναγιάν
εμέν οι Τούρκοι εκούμπωσαν, και πιάσαν με (Ο Τούρκος είναι πονηρός και νύχτα πολεμά
χίλιους Τούρκους σκότωσα για τον Χριστό
και άλλους πεντακόσιους για την Παναγία
εμένα οι Τούρκοι ξεγέλασαν και με έπιασαν) Φάρασ. -Lag.
ακούτε σείς, Χριστιανοί, που παραδίδει του Τούρκου το χέρι (Αφήστε με Τούρκοι από τα μαλλιά και πιάστε με από το χέρι
ακούστε και εσείς οι Χριστιανοί που παραδίδει του Τούρκου το χέρι) Φάρασ. -Lag. Ο Τούρκος πονηρός είν, και νύχτα πολεμά
χίλιους Tούρκους εσκότωσα για τον Χριστόν
κι άλλους πεντακοσίους δια την παναγιάν
εμέν οι Τούρκοι εκούμπωσαν, και πιάσαν με (Ο Τούρκος είναι πονηρός και νύχτα πολεμά
χίλιους Τούρκους σκότωσα για τον Χριστό
και άλλους πεντακόσιους για την Παναγία
εμένα οι Τούρκοι ξεγέλασαν και με έπιασαν) Φάρασ. -Lag.