ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουρλού (ουσ. ουδ.) τϋρλΰ [tyr'ly] Σίλ. τουρλού [tur'lu] Μισθ. τούλλου [ˈtullu] Αξ. τ͑ουλ-λούν [tʰulˈlun] Φάρασ. τ͑ουλ-λούς [tʰulˈlus] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. türlü = είδος φαγητού που μαγειρεύεται στην κατσαρόλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. tüllü (THADS, λ. tüllü II).
1. Είδος Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ. : Τους τ͑ουλ-λούς φαΐ ένι ατό; (Τι είδους φαγητό είναι αυτό;) Φάρασ. -Αναστασ.Τ 'κατό τουρλούια τίδα (Εκατό ειδών τέτοια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Με ή χωρίς αναδιπλ., κάθε λογής, τουρλού τουρλού Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ. : τ͑ουλ-λούς τ͑ουλ-λούς (Τουρλού τουρλού, κάθε λογής) Αφσάρ. -Αναστασ.Τ Οπ’ σοκάχı γέβηνι σακτζής που πούλεινι ιντζί, τσ̑εβρέ, τϋρλΰ νεμέτσ̑α για τις ’εναίκες (Απ’ τον δρόμο περνούσε ένας πραματευτής που πουλούσε μαργαριτάρια, καλύπτρες και διάφορα πράγματα για τις γυναίκες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ3
3. Φαγητό με ανακατεμένα λαχανικά Μισθ.
4. Στην φρ. τούλλου τουράς, άνω -κάτω Αξ.