τουρλού
(ουσ. ουδ.)
τϋρλΰ
[tyr'ly]
Σίλ.
τουρλού
[tur'lu]
Μισθ.
τούλλου
[ˈtullu]
Αξ.
τ͑ουλ-λούν
[tʰulˈlun]
Φάρασ.
τ͑ουλ-λούς
[tʰulˈlus]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. türlü = είδος φαγητού που μαγειρεύεται στην κατσαρόλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. tüllü (THADS, λ. tüllü II).
1. Είδος
Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ.
:
Τους τ͑ουλ-λούς φαΐ ένι ατό;
(Τι είδους φαγητό είναι αυτό;)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ
'κατό τουρλούια τίδα
(Εκατό ειδών τέτοια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Με ή χωρίς αναδιπλ., κάθε λογής, τουρλού τουρλού
Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ.
:
τ͑ουλ-λούς τ͑ουλ-λούς
(Τουρλού τουρλού, κάθε λογής)
Αφσάρ.
-Αναστασ.Τ
Οπ’ σοκάχı γέβηνι σακτζής που πούλεινι ιντζί, τσ̑εβρέ, τϋρλΰ νεμέτσ̑α για τις ’εναίκες
(Απ’ τον δρόμο περνούσε ένας πραματευτής που πουλούσε μαργαριτάρια, καλύπτρες και διάφορα πράγματα για τις γυναίκες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3
3. Φαγητό με ανακατεμένα λαχανικά
Μισθ.
4. Στην φρ. τούλλου τουράς, άνω -κάτω
Αξ.