τουρφαντά
(επίθ.)
τουρφανdά
[turfan'da]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ.
τουρφανdό
[turfan'do]
Αραβαν., Σίλατ.
τρουφαντά
[trufa'da]
Σινασσ.
ντουρφαντά
[durfa'da]
Μισθ.
Πληθ.
τουρφαντάδια
[turfa'daðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. turfanda =πρώιμο λαχανικό. Ο τύπ. τρουφαντά με μετάθ. του [r]. Κατά τον Χατζiδάκι, ΜΝΕ, Α', 330 από τη λ. προφαντό. Πβ. νεοελλην. τροφαντός = καλοθρεμμένος.
1. Πρώιμος, τρυφερός
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σινασσ.
2. Μονάκριβος
Μαλακ., Μισθ.