τουτάχ
(ουσ. ουδ.)
τουτάχ
[tuˈtax]
Μισθ., Φλογ.
ντουτάχ
[duˈtax]
Δίλ.
Από το τουρκ. ουσ. tutak, όπου και διαλεκτ. τύπ. tutah = α) λαβή, χερούλι β) μασιά γ) αιχμάλωτος δ) ως διαλεκτ. σημ., χειρολαβή αλετριού ε) πάνινη πιάστρα μαγειρικών σκευών.
Χειρολαβή αλετριού
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025