τουτάχ
(ουσ. ουδ.)
τουτάχ
[tuˈtax]
Μισθ., Φλογ.
ντουτάχ
[duˈtax]
Δίλ.
Από το τουρκ. ουσ. tutak = α) λαβή β) χερούλι αγγείου γ) μασιά δ) αιχμάλωτος ε) ως διαλεκτ. σημ., χειρολαβή αλετριού στ) πάνινη πιάστρα μαγειρικών σκευών, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. tutah.
Χειρολαβή αλετριού
ό.π.τ.