τουχ
(ουσ. ουδ.)
τ͑ουχ
[tʰux]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. tığ = α) είδος βελόνας για το πλέξιμο δαντέλας ή μαλλιού β) σουβλί για τη διάνοιξη τρυπών, όπου και διαλεκτ. τύπ. tüy = βελόνα.
Το εργαλείο με το οποίο ανοίγουν τρύπες στην ζώνη
Τροποποιήθηκε: 14/11/2025