τουτώνα
(επίθ.)
τ͑ουτ͑ώνα
[tʰu'tʰona]
Φάρασ.
Από το ουσ. ντούτι, όπου και τύπ. τ͑ούτ͑ι, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Αυτός που φτιάχνεται από μούρα
2. Αυτό που προέρχεται από μουριά