τουφάνι
(ουσ. ουδ.)
τουφάνι
[tuˈfani]
Φάρασ.
τ͑ουφάνι
[tʰuˈfani]
Φάρασ.
τουφάν'
[tuˈfan]
Φλογ.
τ͑ουβάνι
[tʰuˈvani]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. τουφάνι (Mackridge 2021: 57), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. tufan = α) πλημμύρα β) ο Κατακλυσμός γ) θύελλα. Απώτερα ομόρριζο με το ελλ. τυφών (Nişanyan 2002-2022: λ. tufan).
Θύελλα, καταιγίδα
:
Τούς ‘χα κετσινdήσετε σα ρουσία δεχούς στάβκο σο τουφάνι 'πέσου;
(Πώς θα επιβιώσετε στα βουνά χωρίς στάβλο μέσα στην θύελλα;)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ατό τη ημέρα ξείλσιν πολύ σ̑όνι τσ̑’ 'ενότουν τουφάνι σο ρουσ̑ί
(Αυτή την ημέρα έπεσε πολύ χιόνι και έγινε χιονοθύελλα στο βουνό)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Ασμ.
Σαράντα ημέρες βρεσ̑ήνκε μο βρεσ̑ή
πενήντα ημέρες ’ύρτσεν ντα τ͑ουβάνι
Χείπαν τι τζ̑αι τα χαϊβάνια αμάνι (Σαράντα μέρες έβρεχε με βροχή
πενήντα ημέρες το γύρισε σε χιονοθύελλα
είπαν λοιπόν τα ζώα αμάν) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
πενήντα ημέρες ’ύρτσεν ντα τ͑ουβάνι
Χείπαν τι τζ̑αι τα χαϊβάνια αμάνι (Σαράντα μέρες έβρεχε με βροχή
πενήντα ημέρες το γύρισε σε χιονοθύελλα
είπαν λοιπόν τα ζώα αμάν) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.