τράβηγμα
(ουσ. ουδ.)
ταύρημα
[ˈtavrima]
Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ.
ταύρεμα
[ˈtavrema]
Αξ., Αραβαν.
τράβημα
[ˈtvarima]
Μαλακ.
τράβηγμα
[ˈtraviɣma]
Ανακ.
Γεν. Εν.
ταυρεμάτ’
[tavreˈmat]
Αξ.
Από το ρ. τραβώ, όπου και τύπ. ταυρώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Ο τύπ. τράβηγμα νεότ.
1. Τράβηγμα, δύναμη που ασκεί κάποιος ή κάτι για να μετακινήσει ένα αντικείμενο
ό.π.τ.
:
Αμάξι-ου ντο ταύρημα
(της άμαξας το τράβηγμα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τ’ ομόν ντ’ αλούγαδα έιξαν ασγούν ταύρημα
(τα δικά μου τ’ άλογα είχαν γερό τράβηγμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
3. Μεγάλο φίδι
Ανακ.