ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τράβηγμα (ουσ. ουδ.) ταύρημα [ˈtavrima] Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ. ταύρεμα [ˈtavrema] Αξ., Αραβαν. τράβημα [ˈtvarima] Μαλακ. τράβηγμα [ˈtraviɣma] Ανακ. Γεν. Εν. ταυρεμάτ’ [tavreˈmat] Αξ. Από το ρ. τραβώ, όπου και τύπ. ταυρώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Ο τύπ. τράβηγμα νεότ.
1. Τράβηγμα, δύναμη που ασκεί κάποιος ή κάτι για να μετακινήσει ένα αντικείμενο ό.π.τ. : Αμάξι-ου ντο ταύρημα (της άμαξας το τράβηγμα) Ουλαγ. -Κεσ. Τ’ ομόν ντ’ αλούγαδα έιξαν ασγούν ταύρημα (τα δικά μου τ’ άλογα είχαν γερό τράβηγμα) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Ομοιότητα, το να μοιάζει κάποιος με κάποιον άλλο Ουλαγ. Πβ. τραβώ
3. Μεγάλο φίδι Ανακ.