τραγωδία
(ουσ. θηλ.)
τραγωδία
[traɣoˈðia]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. τραγῳδία. Η σημ. ‘τραγούδι’ μεσν.
Λυπητερό τραγούδι
Φάρασ.