τραυματίζω
(ρ.)
Αόρ. Εν. Παθ. γ΄
τραματίστιν
[tramaˈtistin]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. τραυματίζω με απλοποίηση του συμπλέγματος [vm] > [m].