τραυματίζω
(ρ.)
Παθ. Αόρ.
τραματίστα
[tramaˈtista]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. τραυματίζω με απλοποίηση του συμπλέγματος [vm] > [m].
Τροποποιήθηκε: 08/09/2025