τραπεζόκκο
(ουσ. ουδ.)
τραπεζόκκο
[trapeˈzoko]
Φάρασ.
τραπεζόκ-κο
[trapeˈzokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. τραπἐζι με παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Το μικρό τραπέζι, το τραπεζάκι
Φάρασ.
:
«’νοίγου τραπεζόκκο», ’νοίgειν το τραπεζόκκο, έφαεν ο δερβίσ̑ης
(«άνοιξε τραπεζάκι» ανοίγει το μικρό τραπέζι, έφαγε ο δερβίσης· )
Φάρασ.
-Dawk.