ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τραπεζόκκο (ουσ. ουδ.) τραπεζόκκο [trapeˈzoko] Φάρασ. τραπεζόκ-κο [trapeˈzokko] Φάρασ. Από το ουσ. τραπἐζι με παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Το μικρό τραπέζι, το τραπεζάκι Φάρασ. : «’νοίγου τραπεζόκκο», ’νοίgειν το τραπεζόκκο, έφαεν ο δερβίσ̑ης («άνοιξε τραπεζάκι» ανοίγει το μικρό τραπέζι, έφαγε ο δερβίσης· ) Φάρασ. -Dawk.