τραχηλιά
(ουσ. θηλ.)
τραχηλιά
[traçiˈʎa]
Αξ., Σινασσ.
τροχηλιά
[troçiˈʎa]
Γούρδ.
τρασ̑'λιά
[traʃˈʎa]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. τραχηλέα > τραχηλιά.
1. Τραχηλιά, περιλαίμιο, μπροστινό άνοιγμα του πουκαμίσου
ό.π.τ.
β.
Ειδικότ., το βελούδινο ή τσόχινο κεντημένο τετράγωνο ύφασμα, το οπ. δένεται με κορδέλες στις τέσσερις άκρες του πίσω στην πλάτη της γυναικείας σινασίτικης φορεσιάς
Σινασσ.
2. Θηλειά
Γούρδ.