ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τραχηλιά (ουσ. θηλ.) τραχηλιά [traçiˈʎa] Αξ., Σινασσ. τροχηλιά [troçiˈʎa] Γούρδ. τρασ̑'λιά [traʃˈʎa] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. τραχηλέα > τραχηλιά.
1. Τραχηλιά, περιλαίμιο, μπροστινό άνοιγμα του πουκαμίσου ό.π.τ.
β. Ειδικότ., το βελούδινο ή τσόχινο κεντημένο τετράγωνο ύφασμα, το οπ. δένεται με κορδέλες στις τέσσερις άκρες του πίσω στην πλάτη της γυναικείας σινασίτικης φορεσιάς Σινασσ.
2. Θηλειά Γούρδ.