τρέμω
(ρ.)
τρέμω
[ˈtremo]
Γούρδ.
Εν. γ'
τρἐμ’
[trem]
Τελμ.
Παρατατ.
τρέμισ̑κα
[ˈtremiʃka]
Ανακ.
Αρχ. ρ. τρέμω.
1. Τρέμω, αναταράζομαι με γρήγορες και αλλεπάλληλες ακούσιες κινήσεις, λόγω κάποιου ψυχικού ή φυσικού αιτίου
ό.π.τ.
:
Τρέμισ̑κα και λάχτηθα σο στρώμα μου
(έτρεμα από τον φόβο μου και χώθηκα στο στρώμα μου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Φρ.
Τρεμ' η καργιά μ' σαν το γεφύρ’
(τρέμει η καρδιά μου σαν το γεφύρι˙ νιώθω αγωνία ή φόβο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Για άψυχο, κουνιέμαι, σείομαι
Καππ.
:
|| Ασμ.
Αν του τρέμ' καρδίτζα μου να τρέμει και το γιοφύρ'
(όπως τρέμει η καρδούλα μου, να τρέμει και το γεφύρι)
Καππ.
-Αινατζ.
Συνών.
τρομάζω