τρέχω
(ρ.)
τρέχω
[ˈtrexo]
Ανακ., Αξ., Ποτάμ., Φλογ.
τρέχου
[ˈtrexu]
Μισθ., Σίλ.
τρέχνω
[ˈtrexno]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Φλογ.
τρεχνίσ̑κω
[treˈxniʃko]
Αραβαν., Γούρδ.
τρεχ̇ινίσ̑κω
[trexiˈniʃko]
Αραβαν.
τρέγω
[ˈtreɣo]
Αξ.
Εν. Προστ.
τρέχα
[ˈtrexa]
Σίλ.
Παρατατ.
τρέχνισ̑κα
[ˈtrexniʃka]
Ανακ., Γούρδ., Φλογ.
τρέχιξα
[ˈtreçiksa]
Μισθ.
τρέ’ισκα
[ˈtreiska]
Φάρασ.
τρέ’ισ̑κα
[ˈtreiʃka]
Ανακ., Μισθ.
τρεσ̑ινόσκα
[treʃiˈnosca]
Σίλ.
τρε’ινόσκα
[treiˈnoska]
Σίλ.
Αόρ.
έτρεξα
[ˈetreksa]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τελμ.
έτριξα
[ˈetriksa]
Μισθ., Σίλ., Φλογ.
Αόρ. Υποτ.
τρέξω
[ˈtrekso]
Φλογ.
Αόρ. Προστ.
τρέξε
[ˈtrekse]
Ανακ., Γούρδ., Ποτάμ., Φλογ.
τρέξι
[ˈtreksi]
Ανακ., Μισθ., Σίλ.
Αρχ. ρ. τρέχω. Ο τύπ. τρέχνω με μεταπλ. αναλογ. προς τα ρ. σε -νω (βλ. Χατζιδάκις, ΜΝΕ Α, 291 κ.εξ. και Κατσούδα 2007: 97-98). Ο τύπ. τρεχνίσ̑κω σχηματίστηκε με βάση το μη συνοπτ. θ. τρέχν- και το επίθμ. -ίσκω.
1. Για έμψυχο, μετακινούμαι με ταχύτητα, τρέχω
ό.π.τ.
:
Τρέ’ εκείνο το κορίτσ̑’, τρέχ̑’ και π'σίκα
(τρέχει εκείνο το κορίτσι, τρέχει κι η γάτα)
Αξ.
-Dawk.
Τρέξι αψά
(τρέξε γρήγορα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τρέχου να πιάσου παιρί μου
(τρέχω να πιάσω το παιδί μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τρέξι τσ’ έλα κουνdά μ’
(τρέξε και έλα κοντά μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Δου ελάφ' τρέχ΄ντάμα μι δου σκυλί
(το ελάφι έτρεχε μαζί με το σκυλί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Έτρεξε 'κειούρτα
(Έτρεξε προς τα εκεί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
|| Ασμ.
Τρέξετε κι ας τρέχωμε και πουδάρ’ πουδάρ’ ας φύγομε
(τρέξετε κι ας τρέξουμε και γρήγορα ας φύγουμε· από θρησκευτικό άσμ.)
Ανακ.
-Cost.
2. Για όχημα, κινούμαι με ταχύτητα
Ανακ., Φερτάκ.
:
|| Φρ.
Τ’ αλόγατα με τον αραμπά τρέχουν σον ουρανό
(τα άλογα με την άμαξα τρέχουν στον ουρανό˙ σύμφωνα με τις προλήψεις οι βροντές οφείλονταν στα άλογα του προφήτη Ηλία που έτρεχαν στον ουρανό)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Προφήτης Ηλίας παιρ' νερό και με τ' άλογα τ' τρέχει και βρέχει
(ο Προφήτης Ηλίας παίρνει νερό και με τα άλογά του τρέχει και βρέχει˙ ό,τι και η προηγ.)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
3. Ακολουθώ κάποιον τρέχοντας
ό.π.τ.
:
Ύστερα ιgεί τό βρίσ̑κεται το qαλαbαλίχ, ούλα τρέχ’νε κατόψα τ'
(ύστερα εκεί βρίσκεται το πλήθος, όλοι τρέχουν από πίσω του)
Φλογ.
-Dawk.
Είραν το ντιλκίς, έτρεξαν κατόψα τ’
(είδαν την αλεπού, έτρεξαν πίσω της)
Αραβαν.
-Dawk.
Τρέχνω απ’ οπίσω τ’ να το πιάσω
(τρέχω από πίσω του να τον πιάσω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Εἰδα ’να ντράκο, έτριξα κατόψα τ’
(είδα έναν δράκο, έτρεξα ξοπίσω του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Πβ.
ακολουθώ
4. Πηγαίνω να κάνω κάτι με προθυμία ή χωρίς αναβολή
ό.π.τ.
:
Θώρειναν κάτι, τρέχνισ̑καν να τ’ αρπάξουν
(έβλεπαν κάτι, έτρεχαν να το αρπάξουν)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Σηκώτουν έρκενdεν, άνοιζε το χύρα και τρέχνισ̑κε σα γιαbάνια
(Σηκωνόταν νωρίς, άνοιγε την πόρτα και έτρεχε στα χωράφια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Νιάνοιξ’ ούλου γκόσμους τρέχ̑’ σου γιαζιού για ντ’ άργαδάτ'
(την άνοιξη όλος ο κόσμος τρέχει στον κάμπο για τις δουλειές του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κοτσαν Τρέξε ση μαμμή, κόπαν τα νερά του
(τρέξε στη μαμμή, έσπασαν τα νερά της (ενν. της επιτόκου))
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Ψωμί, κηρί του μοίρασες, Θεγός να σ’ τα πληρώσει, φιλί κι αν τον εδάνεισες, τρέχε και γύρευέ τον
(ψωμί, κερί τού μοίρασες, Θεός να σου τα πληρώσει, φιλί και τον δάνεισες, τρέχα και ψάξε να τον βρεις)
Καππ.
-Lag.
5. Πηγαίνω εδώ κι εκεί, τριγυρνώ για να περάσω την ώρα μου
Μισθ.
:
Τρέ’ισ̑καν τσ̑ι ανυπόλ’τα
(έτρεχαν εδώ κι εκεί ξυπόλυτες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τρέχιξαμ’ σά ντερέα τουν τσιόδουμιστι ιρσιάχα
(τρέχαμε στις χαράδρες όταν ήμασταν μικροί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ανατρέχω
6. Παραβγαίνω στο τρέξιμο
Σίλ.
:
Τούτσ̑οι τρέχουσ̑ι
(αυτοί παραβγαίνουν στο τρέξιμο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
7. Για υγρό, κυλάω, ρέω
Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
:
Το λερό τρέ’ει
(το νερό κυλάει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σ’ φιλάν τα τρία στράτες νεμέσα τρέ’ει κρασ̑ί
(στους τάδε τρεις δρόμους ρέει κρασί· )
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τρεσ̑ινόσκι νιούγου νιαρό
(έτρεχε λίγο νερό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τρέχουν τα γιdρούγια
(τρέχει ο ιδρώτας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ντου γιαρά μ’ τρέχ’ όϊμα
(από την πληγή μου τρέχει αίμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τουν βρέχιξιν σελάμια, τρέχιξαν σα στράδις μας
(όταν έβρεχε, χείμαρροι τρέχανε στους δρόμους μας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τρέ’ισκεν βάλισκαμ’ τη στάμνα και γέμιζ̑ε
(έτρεχε (ενν. νερό), βάζαμε τη στάμνα και γέμιζε)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Δα πίσ̑α δα λερά που τρέχ’νι στ' άλλα α χωριά
(Τα βρώμικα νερά ρέουν στα άλλα νερά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Ασμ.
Και χαμού τρέχουν τα δάκρυά μου, να τρέχει το ποτάμι
(και όταν κυλούν τα δάκρυα μου, να κυλά το ποτάμι)
Καππ.
-Lag.