τριβόλι
(ουσ. ουδ.)
τρίβολ'
[ˈtrivol]
Αξ.
Από το ρ. τριβολίζω υποχωρητ.
Το τρίτο όργωμα
Πβ.
δίβολι, ύνιασμα :1, Συνών.
τριβόλισμα
Συνών.
υνιατός