τριάντα
(αριθμ.)
τριάνdα
[triˈanda]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ.
τριγιάνdα
[triˈʝanda]
Αξ.
τιριάνdα
[tiˈrʝanda]
Σίλ.
τα
[ta]
Σινασσ.
Μεταγν. αριθμ. τριάντα, το οπ. από αρχ. αριθμ. τριάκοντα. Για την τυπολογική ποικιλία, βλ. λ. τρία, όπου και τύπ. τρίγια και τίργια. Ο τύπ. τα μόνο σε παιδικά παιχνίδια
1. Ως επίθ. με συχνή παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσ., για την δήλωση ενός συνόλου που αποτελείται από 30 μονάδες
ό.π.τ.
:
Tριάνdα λίρες
(Τριάντα λίρες)
Φάρασ.
-Dawk.
Τριάνdα ασκιάδες
(Τριάντα ασκητές)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Δίνκαμ’ τα για τριάνdα για είκοσι πέντε γρόσε
(τα δίναμε για τριάντα για εικοσιπέντε γρόσια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Γένης τριάνdα χρονού, πατρεύτ’
(έγινες τριάντα χρονών, παντρέψου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
β.
Ειδικότ., με συνοδεία των αριθμ. ένα (1) έως εννιά (9), για τη δήλωση ενός συνόλου από αποτελείται από 31-39 μονάδες
ό.π.τ.
:
Άνοιξαν το θύρι, έμbανε τα τριάνdα οχτώ
(άνοιξε την πόρτα, τριάντα οκτώ (ενν. άντρες) μπήκαν μέσα
)
Φάρασ.
-Dawk.
Τριάνdα έξ' μέρις
(τριάντα έξι ημέρες
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τα ναίκες κείνdαι τριάνdα ιννιά
(οι γυναίκες ήταν τριάντα εννιά
)
Φλογ.
-Dawk.
2. Ως ουσ., ο αριθμός και το σύμβολο 30
ό.π.τ.