τριγυρίστρα
(ουσ. θηλ.)
τριγυρίστρα
[triʝiˈristra]
Αραβαν.
Από το θ. τριγυρίσ- του μεσν. ρ. τριγυρίζω με παραγωγ. επίθμ. -τρα. Πβ. νεότ. ουσ. τριγυριστής = αυτός που τριγυρνά στους δρόμους.
Ως χαρακτηρισμός για γυναίκα, αυτή που γυρίζει από σπίτι σε σπίτι